αποτίομαι

αποτίομαι
αποτίομαι βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ.)
——————
Σημειώσεις:
αποτίω, αποτίομαι : ο αρχαίος τύπος ήταν αποτίνω (σπάνια αποτίω), στη νεοελληνική όμως επικράτησε το αποτίω.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποτίω — αποτίω, απέτισα βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: αποτίω, αποτίομαι : ο αρχαίος τύπος ήταν αποτίνω (σπάνια αποτίω), στη νεοελληνική όμως επικράτησε το αποτίω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”